- πολυχρόνιος
- -α, -ομακροχρόνιος, μακρόβιος: Πολυχρόνια ξενιτιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυχρόνιος — of olden time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρόνιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Γαμφανήτιδα της Μικράς Ασίας. Τον δολοφόνησαν οι Αρειανοί. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Οκτωβρίου. 2. Μαθητής του αγίου Ζεβινά, μαζί με τους Δαμανό και Μωυσή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
πολυχρονιώτερον — πολυχρόνιος of olden time masc acc comp sg πολυχρόνιος of olden time neut nom/voc/acc comp sg πολυχρόνιος of olden time adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιωτάτων — πολυχρόνιος of olden time fem gen superl pl πολυχρόνιος of olden time masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιωτέραις — πολυχρόνιος of olden time fem dat comp pl πολυχρονιωτέρᾱͅς , πολυχρόνιος of olden time fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιωτέρων — πολυχρόνιος of olden time fem gen comp pl πολυχρόνιος of olden time masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιώτατα — πολυχρόνιος of olden time adverbial superl πολυχρόνιος of olden time neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιώτατον — πολυχρόνιος of olden time masc acc superl sg πολυχρόνιος of olden time neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονίως — πολυχρόνιος of olden time adverbial πολυχρόνιος of olden time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρόνιον — πολυχρόνιος of olden time masc/fem acc sg πολυχρόνιος of olden time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)